φορολογώ — φορολογώ, φορολόγησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: φορολογώ, φορολογούμαι : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπάω, αγαπιέμαι (βλ. πίν. 58 , 59 ) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φορολογώ — φορολογῶ, έω, Ν ΜΑ [φορολόγος] επιβάλλω φόρους ή δασμούς (α. «η κυβέρνηση φορολογεί και τους αγρότες με χαμηλό εισόδημα» β. «πολλὰ μέρη τῆς Σικελίας ἐφορολόγουν», Πολ.) μσν. αρχ. εισπράττω τους φόρους … Dictionary of Greek
φορολόγῳ — φορόλογος tax gatherer masc dat sg φορολόγος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
αργυρολογώ — ἀργυρολογῶ ( έω) (Α) [αργυρολόγος] 1. επιβάλλω πληρωμή χρημάτων, συγκεντρώνω χρήματα με τη βία 2. εισπράττω φόρο, φορολογώ … Dictionary of Greek
δασμολογώ — (Α δασμολογῶ, έω) [δασμολόγος] 1. επιβάλλω δασμό, προσδιορίζω τον δασμό που πρέπει να καταβληθεί 2. (για εμπορεύματα) δασμολογούμαι περιλαμβάνομαι στο δασμολόγιο αρχ. 1. εισπράττω ως φόρο («ἀργύριον ἐδασμολόγησεν») 2. (με αιτ. προσ.) φορολογώ… … Dictionary of Greek
εκρομβίζω — ἐκρομβίζω (Α) πιέζω με φορολογία, φορολογώ … Dictionary of Greek
τελωνώ — έω, ΜΑ [τελώνης] φορολογώ κάποιον βαριά (α. «τελωνεῑ τίνα πικρῶς», Στράβ. β. «τελωνουμένους σκληρῶς», πάπ.) αρχ. 1. αγοράζω τους δημόσιους φόρους και τούς εισπράττω («μᾱλλον δὲ προσαιτεῑ και λωποδοτεί καὶ τελωνεῑ», Λουκιαν.) 2. (με κακή σημ.)… … Dictionary of Greek
φοροθετώ — έω, Α επιβάλλω φόρο, φορολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόρος + θετῶ ( θέτης < τίθημι), πρβλ. υἱο θετῶ] … Dictionary of Greek
φορολογήσιμος — η, ο, Ν αυτός που μπορεί ή που πρέπει να φορολογηθεί («φορολογήσιμοι ίπποι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φορολογώ + κατάλ. ή σιμος (πρβλ. καλλιεργ ή σιμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Ιωάννη Σούτζο] … Dictionary of Greek